- αξεδίψαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ξεδίψασε2. ακόρεστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεδίψαστος — η, ο εκείνος που δεν ξεδιψά εύκολα: Είχε μια δίψα αξεδίψαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)